- ἑνωτικῶν
- ἑνωτικόςserving to unitefem gen plἑνωτικόςserving to unitemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλαστός — I Επώνυμο λογίων, από διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, κυρίως κρητικής καταγωγής. 1. Αλέξανδρος (1816 – 1844). Γιατρός από τη Χίο. Το 1822 κατέφυγε στην Τεργέστη για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο ίδιος σπούδασε ιατρική στη… … Dictionary of Greek
Ανθέμιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αξιωματούχος του Βυζαντίου (αρχές 5ου αι. μ.Χ.). Διετέλεσε πρεσβευτής στην Περσία, μάγιστρος του αυτοκρατορικού οίκου, ύπατος, διοικητής της Ανατολής και πατρίκιος. Την ικανότητά του στα διάφορα αξιώματα μαρτυρεί το… … Dictionary of Greek
Βέκκος, Ιωάννης — (; – 1298). Θεολόγος και λόγιος. Ήταν φανατικός ανθενωτικός, όταν όμως ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος φυλάκισε τους κορυφαίους ανθενωτικούς, μεταξύ των οποίων και τον Β., ο τελευταίος μεταστράφηκε υπέρ των ενωτικών. Η μεταστροφή του ήταν τόσο… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γεωργαρίνης ή Γεωργειρήνης ή Γεωργιρήνης, Ιωσήφ — (17ος αι.). Λόγιος και κληρικός από τη Μήλο. Το 1666 χειροτονήθηκε επίσκοπος Σάμου, αλλά αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω των ενωτικών του φρονημάτων. Εγκαταστάθηκε τότε στην Πάτμο, όπου μόνασε επί τρία έτη. Στη συνέχεια, πήγε στην Ιταλία, όπου ο… … Dictionary of Greek
Ευγενικός, Ιωάννης — (Κωνσταντινούπολη 1400; – ;). Θεολόγος, νεότερος αδελφός του Μάρκου Ευγενικού (βλ. λ.). Σπούδασε κοντά στον Πλήθωνα και έζησε για πολλά χρόνια στον Μιστρά. Το 1431 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1438… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Μπέλφαστ — (Belfast). Πόλη (297.100 κάτ. το 2002) του Ηνωμένου Βασιλείου, πρωτεύουσα της Βορείου Ιρλανδίας, καθώς και της κομητείας Όντριμ. Το Μ. αναπτύχθηκε γύρω από έναν πύργο που χτίστηκε το 1177, την εποχή της αγγλονορμανδικής εισβολής, και βρίσκεται… … Dictionary of Greek
Παπαδόπουλος, Ησαΐας — (Πύργος Ηλείας 1852 – Ρώμη 1932). Έλληνας κληρικός της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών, γνωρίστηκε στην Κωνσταντινούπολη με ενωτικούς (ουνίτες) και ασπάστηκε τις ιδέες τους. Χειροτονήθηκε ιερέας το 1881 και από … Dictionary of Greek
Ράιτ, Φρανκ Λόιντ — (Wright, Ρίτσλαντ Σέντερ, Γουισκόνσιν 1867 ή 1869 – Τάλιεσιν Γουέστ, Φένιξ, Αριζόνα 1959). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Στη νεότητά του (1888), πριν ακόμα τελειώσει τις σπουδές του, ανέλαβε δραστηριότητα στο Σικάγο, στη μόνη πρωτότυπη αμερικανική… … Dictionary of Greek